SEARCH
You are in browse mode. You must login to use MEMORY

   Log in to start

level: Level 1

Questions and Answers List

level questions: Level 1

QuestionAnswer
ειif
αποκρίνομαι, αποκρινούμαι, απεκρινάμην,answer, reply
αφικνέομαι, αφίξομαι, άφικόμην,come, arrive
βαίνω, βήσομαι,walk, go
βούλομαι, βουλήσομαι...want, wish
γίγνομαι, γενήσομαι, εγενόμην,become; be born; happen, be
δέχομαι, δέξομαι, εδεξάμην,take, accept; welcome
δύναμαι, δυνήσομαι,be able, can
έπομαι, έψομαι, έσπόμην,follow (+dat.)
εργάζομαι, εργάσομαι, είργασάμην,work, labor; produce; do, accomplish
χράομαι, χρήσομαι, εχρησάμην,use, employ, practice, experience (+dat.)
απόλλυμι, απολώ, απώλεσα,kill, destroy; lose; (mid.) perish, die
άρχω, άρξω, ήρξα,lead, rule, govern (igen.); (mid, +gen. or inf.) begin
πείθω, πείσω, έπεισα,persuade; (mid.) obey, trust, believe (+dat. or +acc./int.)
ποιέω, ποιήσω, εποίησαmake, do; (mid.) consider, reckon (+acc., or +acc.inf.)
μάχομαι,μαχούμαι, έμαχησάμην,fight (against, +dat.)
οίομαι, οιήσομαι,think, suppose (+acc. and inf.)
δοκέω, δόξω, έδοξα,think (+inf.or +acc. and inf.); seem (+inf.); (impersonal) seem good (+inf.or +acc. and inf.) to someone (+dat.)
φεύγω, φεύξομαι, έφυγονflee
οράω, όψομαι, είδονsee
βλέπω,βλέψομαι, έβλεψαsee; (+£is) look at
θαυμάζω, θαυμάσομαι, εθαύμασαbe amazed; wonder (at), marvel (at)
βιβλίον,βιβλίου, τοpaper, scroll; book
πόλεμος, πολέμου, ό,war
πολέμιος, πολεμία, πολέμιον(+dat.) hostile to at war with; (as a substantive, usually plur.) enemy
ός, ή, όwho, whom, which, that
ούτος αύτη τούτοthis
τοιούτος, τοιαύτη, τοιουτοof such a sort/kind, such
τοσούτος, τοσαύτη, τοσούτοso/as great, so/as much, so/as many
εγώ, εμούI, me
σύ, σουyou
εαυτού, έαυτής, εαυτού,him-, her-, itself
έμαυτού, έμαυτής, έμαυτού,myself
σεαυτού, σεαυτής, σεαυτού,Yourself
όσπερ,ήπερ, όπερ,the same/very one who, the same/very thing which
εμός, έμή, εμόνmy
ημέτερος, ημετέρα, ημέτερον,our
σός, σή, σόν,your (sing.)
υμέτερος, υμετέρα, υμέτερον,your (plur.)
ικανός, ικανή, ικανόν,sufficient; able to (+ inf.)
ισχυρός, ισχυρά, ισχυρόν,strong
έρομαι, έρήσομαι, ήρόμην,ask, inquire(+ double accusative)
ηγέομαι, ήγήσομαι, ήγησάμην,, lead (+dat.); believe, consider (+acc. and inf. or +two accusatives)
κείμαι, κείσομαι,be laid; lie down, lie asleep or dead
κτάομαι, κτήσομαι, έκτησάμην,get possession of, gain, acquire
ανάγκη, ανάγκης, ή,necessity, constraint; hardship
ανάγκη εστίit is necessary (for someone (dat. or acc.) to do something (inf.))
εξ ανάγκης / υπ' ανάγκης/ ανάγκηby necessity
μάχη, μάχης, ήbattle, fight
νίκη, νίκης, ή,victory
είπερ,if really, if indeed
τόπος, τόπου, ό,place, position; passage (in a book)
γεat least, at any rate (postpositive enclitic)
δηindeed, in fact (postpositive)
αποθνήσκω, αποθανούμαι, απέθανον,die, be dead, be killed
μιμνήσκω, μνήσω, έμνησα,remind (of a thing, +gen.);(mid.) remember, make mention of (+gen.)
πολεμέω, πολεμήσω, επολέμησα,be at war (with, +dat.), make war (upon, +acc.)
κινέω, κινήσομαι, εκίνησα,set in motion, move; (mid.) move (oneself), be moved
νέος, νέα, νέονYoung, new
παλαιός, παλαιά, παλαιόν,old, ancient
όμωςnevertheless
πάλινagain; back